τροφαντός

τροφαντός
και τορφαντός, -ή, -ό, Ν
1. (για καρπούς και λαχανικά) αυτός που ωρίμασε νωρίς, πρώιμος
2. (για πρόσ.) αφράτος, προκλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πρωτοφαντός (< πρωτ(ο)-* + φαντός < φαίνω) με ανομοίωση. Κατ' άλλη άποψη, το τ- τού τ. κατ' επίδραση τού τρυφερός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τροφαντός — τροφαντός, ή, ό και τορφαντός, ή, ό (αντί προφαντός) 1. πρώιμος, πρωτόφαντος (για καρπούς): Τροφαντό πορτοκάλι. 2. μτφ., παχύς, καλοθρεμμένος, μεστωμένος (για ανθρώπους): Τροφαντό κορίτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφαντός — ή, ό, Ν (για καρπούς) αυτός που ωριμάζει πρώτος, τροφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πρόφαντος, με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • τορφαντός — ή, ό, Ν βλ. τροφαντός …   Dictionary of Greek

  • προφαντός, -ή, -ό — και τροφαντός ή, ό για καρπούς και κυρ. για λαχανικά, αυτός που πρώτος ωριμάζει, που παρουσιάζεται πρώτος στην αγορά: Ντομάτες προφαντές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορφαντός — ή, ό τροφαντός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”